- πολυκαρπότατα
- πολύκαρποςfruitfuladverbial superlπολύκαρποςfruitfulneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκαρποτάτας — πολυκαρποτάτᾱς , πολύκαρπος fruitful fem acc superl pl πολυκαρποτάτᾱς , πολύκαρπος fruitful fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)